- φαραγγίτης
- φᾰραγγ-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A of, from a gully or ravine, of the wind Iapyx, Arist.Vent.973b15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαραγγίτης — φαραγγί̱της , φαραγγίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγίτης — ὁ, Α (για άνεμο) αυτός που πνέει από φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek